παρθεναγωγός

παρθεναγωγός
η
παιδαγωγός, δασκάλα θηλέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + αγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Κ. Μακρή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”